- πορφυρόπεζα
- πορφῠρό-πεζα, ἡ,A purple-edged, Tryph.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο τού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρό πεζα)] … Dictionary of Greek
πορφυρόπεζαν — πορφυρόπεζα purple edged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek